- ξεμιστεύ(γ)ω
- 1. διαχωρίζω άτομα που συμπλέκονται2. σώζω, ελευθερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμίστεμα — το [ξεμιστεύ(γ)ω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεμιστεύ(γ)ω, διαχωρισμός ατόμων που συμπλέκονται … Dictionary of Greek
ξεμιστεμός — ο [ξεμιστεύ(γ)ω] το ξεμίστεμα … Dictionary of Greek
ξεμιστευτής — ο [ξεμιστεύ(γ)ω] αυτός που διαχωρίζει άτομα που διαπληκτίζονται … Dictionary of Greek